παντόρφανος

παντόρφανος
και παντάρφανος, -η, -ο
βλ. πεντάρφανος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντάρφανος — και παντόρφανος και παντάρφανος, η, ο ο εντελώς ορφανός, αυτός που δεν έχει ούτε γονείς ούτε συγγενείς ούτε κανέναν άλλο προστάτη, ο έρημος και μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντάρφανος προέρχεται κατά μία άποψη από τ. παντόρφανος (< παντ[ο] + ορφανός) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”